χρηματιστῇ

χρηματιστῇ
χρηματιστής
money-getter
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μπεσαμέλ — η άκλ. λευκή σάλτσα από κρέμα που παρασκευάζεται από γάλα, τυρί, βούτυρο και αβγά και χρησιμοποιείται κυρίως σε φαγητά φούρνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bechamel από το όν. τού Γάλλου χρηματιστή Μπεσαμέλ που τήν επινόησε] …   Dictionary of Greek

  • περιθώριο — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός ορεινός οικισμός (… κάτ., υψόμ. 940 μ.), στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (22 τ. χλμ., … κάτ.). 2. Ορεινός οικισμός (… κάτ., υψόμ. 600 μ.), στην πρώην επαρχία Δράμας …   Dictionary of Greek

  • χρηματιστικός — ή, ό / χρηματιστικός, ή, όν, ΝΑ [χρηματίζω] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρηματιστή («χρηματιστικές εργασίες») 2. φρ. α) «χρηματιστικό κεφάλαιο» (οικον.) το χρηματιστηριακό κεφάλαιο αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον… …   Dictionary of Greek

  • Ντράιζερ, Θίοντορ — (Theodore Dreiser, Τερ Οτ, Ιντιάνα 1871 – Χόλιγουντ 1945). Αμερικανός συγγραφέας. Γιος Γερμανού εργάτη που είχε μεταναστεύει στις ΗΠΑ, πέρασε δυστυχισμένα και φτωχικά παιδικά χρόνια· σπούδασε κάτω από ανώμαλες συνθήκες και άρχισε πολύ νωρίς να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”